-
1 μέτρον
μέτρον, τό, 1) das Maaß; – a) das Werkzeug zum Messen, der Maaßstab, Il. 12, 422; u. im weitern Sinne, Maaß und Gewicht, Her. 6, 127; vgl. Eur. μέτρ' ἀνϑρώποισι καὶ μέρη σταϑμῶν ἰσότης ἔταξε, Phoen. 544; πλοίῳ ἐς πεντακόσια τάλαντα ἄγοντι μέτρα, Thuc. 4, 118. – Bes. b) das Maaß für flüssige u. trockene Dinge, auch das damit Gemessene, μέτρα οἴνου, ὕδατος, ἀλφίτου, Il. 7, 471 Od. 2, 355. 9, 209; vgl. Il. 23, 268, τέσσαρα μέτρα κεχανδότα λέβητα, u. 741, ἓξ δ' ἄρα μέτρα χάνδανεν, nämlich ὁ κρητήρ, woraus hervorgeht, daß der Dichter ein Maaß von bestimmter Größe meint. – c) jeder gemessene oder meßbare Raum, μέτρα κελεύϑου, die Maaße, die Länge des Weges, Od. 4, 389. 10, 539; μέτρον ὅρμου, der Raum des Hafens, 13, 101, öfter; μέτρον ἥβης, z. B. εἰ ἥβης μέτρον ἵκοντο, 11, 317; μέγας ἐσσὶ καὶ ἥβης μέτρον ἱκάνεις, 18, 217. 19, 532, wie Hes., das volle Maaß der Jugend, d. i. die Zeit der vollsten Jugendblüthe erreicht haben, wie Eur. σοὶ ταὐτὸν ἥβης εἶχ' ἂν μέτρον, Ion 354; Sol. 5, 32 σοφίης μέτρον, das volle Maaß der Weisheit, die vollkommne Weisheit; sp. D. – Auch in Prosa gew., Thuc. ἀπέχει τῆς πόλεως ϑαλάσσης μέτρον ἑξήκοντα σταδίους, 8, 95; ἵνα εἴη μέτρον τι ἐναργὲς πρὸς ἄλληλα βραδυτῆτι καὶ τάχει, Plat. Tim. 39 d; τὴν μέτρῳ ἴσην καὶ σταϑμῷ καὶ ἀριϑμῷ, Legg. VI, 757 b; πάντων χρημάτων μέτρον ἄνϑρωπον εἶναι, Theaet. 152 a, öfter; ὥςπερ ὑπὲρ σταϑμῶν ἢ μέτρων τὸ ἴσον σκοπούμενοι, die Gleichheit in Gewichten und Maaßen, Dem. ep. 3 p. 640, 25. – 2) das rechte Maaß zwischen zu wenig u. zu viel, Ebenmaaß, Gleichmaaß, u. übertr. Mäßigung; ἕπεται ἐν ἑκάστῳ μέτρον, Jegliches hat sein Maaß, Pind. Ol. 13, 46; παντὸς ὁρᾶν μέτρον, in Allem auf das rechte Maaß sehen, P. 2, 34; κερδέων μέτρον ϑηρευέμεν χρή, N. 11, 47; vgl. auch I. 5, 67; προςτιϑεὶς μέτρον, Aesch. Ch. 786; καί τι μέτρον κακότητος ἔφυ, Soph. El. 229; μέτρον ἂν ἔχοι τὰ δικαστήρια, Plat. Legg. XII, 957 a; Sp., μέτρον ἐπακτέον πῷ πράγματι, Luc. hist. conscr. 9; τὸ μέτρον τῆς μιμήσεως ὑπερβαίνειν, salt. 82; – μέτρῳ, κατὰ μέτρον, mäßig, mit Maaß. – 3) das Vers- oder Sylbenmaaß; φράσω δὲ ἄνευ μέτρου, Plat. Rep. III, 393 d; ἐν μέτρῳ ὡς ποιητής, ἢ ἄνευ μέτρου ὡς ἰδιώτης, Phaedr. 258 d, öfter; vgl. ἐν μέλει ἤ τινι ἄλλῳ μέτρῳ, Rep. X, 607 d, wie μέλεσί τε καὶ μέτροις, Conv. 187 d; λόγους ψιλοὺς εἰς μέτρα τιϑέντες, in Verse bringen, Legg. II, 669 d; οὔτι τῶν μέτρων δέομαι ἀκοῦσαι ἀλλὰ τῆς διανοίας, nicht die Verse, Lys. 205 a; Folgde. Bei den Metrikern ist μέτρον theils ein einzelner Versfuß im daktylischen u. anapästischen Rhythmus, theils eine Verbindung von zwei Versfüßen im jambischen und trochäischen, dah. ἑξάμετρος, δίμετρος στίχος.
-
2 κατα-λογάδην
κατα-λογάδην, gesprächsweis, prosaisch; ἐπαίνους κατ. συγγράφειν Plat. Conv. 177 b; τὰ κατ. γράμματα, im Ggstz von μετὰ μέτρου, Isocr. 2, 7, von τὰ ποιήματα, Plat. Lys. 204 d; τὰ κατ., im Ggstz von ἔμμετρα, Ath. XIV, 635 f; οἱ κ. ἴαμβοι X, 445 b; αἱ κατ. λέγουσαι – αἱ ποιήμασι χρώμεναι Plut. de Pyth. or. 7, neben δίχα μέτρου fort. Rom. 1, neben ἄνευ μέτρου Pyth. or. 19.
-
3 ιδιωτης
I1) отдельный человек, отдельное лицоφιλία ἰδιώταις καὴ κοινωνία πόλεσιν Thuc. — дружба между отдельными людьми и общение между государствами
2) частный человек, не должностное лицо(οὔτ΄ ἰ. οὔτε ἄρχων Lys.)
ἔτι ἰδιώτῃ ἐόντι Δαρείῳ Her. — когда Дарий был еще частным лицом3) простой солдат, рядовой боец(οὔτε στρατηγὸς οὔτε ἰ. Xen.; ἡγεμόνες ἄνευ ἰδιωτῶν Arst.)
4) простой человек, простолюдин(οἱ ἰδιῶται καὴ πένητες Plut.; ἄνθρωποι ἀγράμματοι καὴ ἰδιῶται NT.)
5) несведущий человек, не имеющий профессионального образованияοἱ δημιουργοὴ καὴ ἰδιῶται Plat. — мастера и люди без специальности;
οἱ ἰατρικῆς ἰδιῶται Plat. — несведущие в медицине, не врачи;ἰ. τῷ λόγῳ NT. — неискушенный в красноречии6) необученный солдатἰδιῶται, ὡς εἰπεῖν χειροτέχναι Thuc. — неопытные бойцы, чуть ли не чернорабочие
7) новичок, неопытный человек(ἰ. ἔργου Xen.)
ἰ. κατὰ τοὺς πόνους Xen. — не приученный к трудам8) прозаик9) здешний человек, земляк(οἱ ξένοι καὴ οἱ ἰδιῶται Arph.)
II1) частный, стоящий в стороне от общественных дел, непричастный к политической жизни(ἀνήρ Her.)
2) личный, особый, частный, домашний(θεοί Arph.; βίος Plat., Plut.)
3) несведущий, непросвещенный, неученый(ὄχλος Plut.)
-
4 ἰδιώτης
ἰδιώτης, ὁ, der Privatmann im Ggstz zum Staatsmanne, ἔτι ἰδιώτῃ ἐόντι Δαρείῳ, als er noch nicht König war, Her. 7, 3, der auch ἰδιωτέων ἀνδρῶν vrbdt, 1, 32; ἄνδρες ἰδιῶται νεωτερίσαι βουλόμενοι τὴν πολιτείαν Thuc. 1, 115; im Ggstz von ἄρχων Plat. Polit. 259 b; μὴ ὅτι ἰδιώτην τινὰ ἀλλὰ τὸν μέγαν βασιλέα Apol. 40 d; Gegensatz ὁ πολιτευόμενος Dem. 10, 70; τὸ βουλευτήριον μεστὸν ἦν ἰδιωτῶν, die nicht Senatoren waren, 19, 18; der einzelne Mensch im Ggstz des Staates, καὶ ἐὰν ἰδιώτης καλῇ καὶ ἐὰν πόλις Plat. Crat. 385 a, wie Theaet. 168 bl πολλοῦ ἄξιος καὶ πόλει καὶ ἰδιώταις Conv. 185 b, öfter; vgl. Thuc. 4, 2. 1, 124, ταῦτα ξυμφέροντα καὶ πόλεσι καὶ ἰδιώταις εἶναι. – Der gemeine Soldat im Ggstz des Feldherrn, Xen. An. 1, 3, 11. 3, 2, 32; Pol. 3, 60, 3; – der Prosaiker im Ggstz des Dichters, ἐν μέτρῳ ὡς ποιητὴς ἢ ἄνευ μέτρου ὡς ἰδιώτης Plat. Phaedr. 258 d; Conv. 178 b u. öfter; welches eigentlich unter die allgemeine Bdtg zu ziehen, einer der aus Unkunde eine Kunst nicht ausübt, bes. eine solche, die einen größeren Wirkungskreis hat, der nicht ein δημιουργός ist (s. oben dieses Wort), wie ja auch der Dichter genannt wird; ἐὰν μὲν ἰατρὸς ἃν τυγχάνῃ, ἐὰν δὲ ἰδιώτης Plat. Legg. 933 d; τῶν τε δημιουργῶν καὶ ἰδιωτῶν Theag. 124 c; vgl. Soph. 221 c πότερον ἰδιώτην ἤ τινα τέχνην ἔχοντα ϑετέον εἶναι τὸν ἀσπαλιευτήν; mit dem gen., οἱ ἰατρικῆς ἰδιῶται Prot. 345 a, wie Κριτίαν ἴσμεν οὐδενὸς ἰδιώτην εἶναι, ὧν λέγομεν, unerfahren in keinem Punkte, Tim. 20 a; οἱ ἰδιῶται καὶ μηδὲν αὐλήσεως ἐπαΐοντες Prot. 327 c. So auch Thuc., λεγέτω περὶ αὐτοῦ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει καὶ ἰατρὸς καὶ ἰδιώτης, der Nichtarzt, 2, 49; bei Dem. im Ggstz von δεινός, 4, 35; ἐπιτιμῶσι τῶν λόγων τοῖς ὑπὲρ τοὺς ἰδιώτας ἔχουσι καὶ λίαν ἀπηκριβωμένοις Isocr. 4, 11, also im Ggstz des kunstverständigen Redners; καὶ ἄγροικος Luc. Hermot. 81. – Bei Xen. Cyr. 1, 5, 11 ἰδιῶται κατὰ τοὺς πόνους, κατὰ τὸν ὕπνον, die sich nicht körperlich geübt haben, Anstrengungen u. dgl. auszuhalten, wofür er nachher sagt ἀπαίδευτοι, τῶν μεγίστων παιδευμάτων ἀπείρως ἔχουσι, u. sie den ἀσκηταὶ τῶν καλῶν ἔργων entgegenstzt, wie Mem. 3, 7, 7; Hipparch. 8, 1; πρός τινα, Einem gegenüber, ein Laie, Cyr. 1, 5, 11. Und so stehen Arist. Eth. Nic. 3, 11 ἀϑληταί den ἰδιῶται entgegen, u. auch hier fällt wieder ἰδιῶται mit Leuten aus dem gemeinen Volk zusammen, die solche Leibesübungen nicht treiben konnten. – Dah. bei Sp. geradezu ἰδιώτης einer aus dem gemeinen Volke, plebejus, καὶ εὐτελής Hdn. 4, 10, 4. – Bei Ar. Ran. 456, εὐσεβῆ τε διήγομεν τρόπον περί τε ξένους καὶ τοὺς ἰδιώτας, ist es = ἴδιος, die eigenen Bürger, gebraucht, nach dem Schol. für ἰδιωτικός. – Adj. bei Plat. Rep. IX, 578 c, ἰδιώτης βίος, das Leben eines Privatmannes; ὄχλος Plut. Pericl. 12.
-
5 μέτρον
τό1) мера;μέτρα μήκους — меры длины;
μέτρα και σταθμά — меры веса;
2) метр (единица измерения);τετραγωνικό μέτρον — квадратный метр;
κυβικό μέτρον — кубический метр;
3) мерка; размер;παίρνω μέτρον ( — или τα μέτρα) — измерять; — снимать мерку;
πήρα τα μέτρα τού οικοπέδου — я измерил строительный участок;
έκαμα λάθος στο μέτρο — я ошибся размером;
σύμφωνα με τα μέτρα — по размеру;
4) мера, мерка (сыпучих тел и жидкости);μέτρ σιτηρών — мера пшеницы;
5) перен. мера (величина, степень);στο μέτρον τού δυνατού — по мере возможности;
στο μέτρον των δυνάμεων μου — по мере моих сил;
αυτό υπερβαίνει το μέτρον των δυνάμεων μου — это выше моих сил;
6) мера, предел;παν μέτρον άριστον — всё хорошо в меру;
δεν γνωρίζω τί εστί μέτρον — не знать чувства меры;
7) мерка, мерило, критерий;έχω ( — или εφαρμόζω) δύο μέτρα και δύο σταθμά — подходить с двумя разными мерками (к чему-л.), быть пристрастным;
8) (чаще πλ.) мера, средство;μέτρο ποινής — мера наказания;
προσωρινά μέτρα — временные меры;
δρακόντεια μέτρον — драконовские меры;
προφυλακτικά μέτρα — или μέτρα προφύλαξης — меры предосторожности;
σύντονα (αποφασιστικά, δραστικά, προληπτικά) μέτρα — энергичные (решительные, действенные, превентивные) меры;
παίρνω ( — или λαμβάνω) μέτρα — принимать меры;
λάβε τα μέτρα σου — береги себя;
9) лит. размер (стихотворный);ιαμβικό μέτρον — ямб;
10) муз. ритм, такт;§ εν μέτρω — или με μέτρο — в меру, умеренно, разумно;
τινι μέτρω — в какой-то мере; — в какой-то степени;άνευ μέτρου — без меры;
υπέρ το μέτρον — сверх меры
-
6 ἰδιώτης
A private person, individual, opp. the State,ξυμφέροντα καὶ πόλεσι καὶ ἰδιώταις Th.1.124
, cf. 3.10, SIG37.3 (Teos, v B.C.), Pl.Smp. 185b, X.Vect.4.18, etc.; opp. γένος, SIG1013.6 (Chios, iv B.C.); opp. φατρία, ib.987.28 (ibid., iv B.C.).II one in a private station, opp. to one holding public office, or taking part in public affairs, Hdt.1.59, 123, al., cf. Decr. ap.And.1.84, Th.4.2, etc.; opp. βασιλεύς, Hdt.7.3; opp. ἄρχων, Lys.5.3, Pl.Plt. 259b, SIG305.71 (iv B.C.); opp. δικαστής, Antipho 6.24; opp. πολιτευόμενος, D.10.70; opp. ῥήτωρ, Hyp.Eux.27; private soldier, opp. στρατηγός, X.An.1.3.11, cf.PHib.1.30.21 (iii B.C.); layman, opp. priest, OGI90.52 (Rosetta, ii B.C.), PGnom. 200 (ii A.D.), 1 Ep.Cor.14.16: as Adj.,ἰ. ἄνδρες Hdt.1.32
,70, Th.1.115; ἰ. θεοί homely (with play on ἴδιος), Ar.Ra. 891.3 as Adj., ἰ. βίος private station, Pl.R. 578c; ἰ. λόγος everyday speech, D.H.Dem.2, cf. Longin.31.2.III one who has no professional knowledge, layman, καὶ ἰατρὸς καὶ ἰ. Th.2.48, cf. Hp.VM 4, Pl.Tht. 178c, Lg. 933d;ἰ. ἤ τινα τέχνην ἔχων Id.Sph. 221c
; of prose-writers, ἐν μέτρῳ ὡς ποιητής, ἢ ἄνευ μέτρου ὡς ἰ. Id.Phdr. 258d, cf. Smp. 178b;ἰ. καὶ μηδὲν αὐλήσεως ἐπαΐων Id.Prt. 327c
; opp. to a professed orator, Isoc.4.11; to a trained soldier, X.Eq.Mag.8.1; ἰδιώτας, ὡς εἰπεῖν, χειροτέχναις (- νας codd.)ἀνταγωνισαμένους Th.6.72
; opp. ἀσκητής, X.Mem.3.7.7, cf. 12.1; opp. ἀθλητής, Arist.EN 1116b13; opp. a professed philosopher, Id.Pol. 1266a31, Phld.Lib. p.5<*> O., D.1.25; in Music, Id.Mus.p.42 K.; opp. δημιουργός, Pl.Prt. 312a, Thg. 124c: as Adj., ὁ ἰ. ὄχλος, opp. artificers, Plu.Per.12.2 c. gen. rei, unpractised, unskilled in a thing, , cf. Ti. 20a;ἔργου X.Oec.3.9
; ἰ. κατὰ τοὺς πόνους, κατὰ τὸν ὕπνον, Id.Cyr. 1.5.11;ἰ. τὰ ἄλλα Hdn.4.12.1
;ἰ. ὡς πρὸς ἡμᾶς ἀγωνίζεσθαι X.Cyr.
l.c., cf. Luc.Herm.81.3 generally, raw hand, ignoramus,ἄν τε δεινοὶ λάχωσιν ἄν τε ἰδιῶται.. D.4.35
; παιδάρια καὶ ἰ., of slaves, S.E. M.1.234 (cf.ἰ. οἰκέται Luc.Alex.30
); ἀμαθὴς καὶ ἰ., opp. τεχνίτης, Id.Ind.29; voc. ἰδιῶτα, as a term of abuse, Men.Sam.71.4 ' average man', opp. a person of distinction, Plu.2.1104a.IV ἰδιῶται, οἱ, one's own countrymen, opp. ξένοι, Ar.Ra. 459.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰδιώτης
См. также в других словарях:
ιδιώτης — ο, θηλ. ιδιώτις (ΑΜ ἰδιώτης, θηλ. ἰδιῶτις) 1. ο απλός πολίτης σε αντιδιαστολή με τους στρατιωτικούς ή με τα όργανα τής τάξης ή άλλους κρατικούς λειτουργούς (α. «ο αστυνομικός συνεπλάκη με δύο ιδιώτες» β. «ξυμφέροντα πόλεσι καί ἰδιώταις», Θουκ.) 2 … Dictionary of Greek
μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
ВАРСОНОФИЙ ВЕЛИКИЙ — Прп. Варсонофий Великий. Икона XX в. Прп. Варсонофий Великий. Икона XX в. [Варсануфий; греч. Βαρσανούφιος] († сер. VI в.), прп. (пам. 6 февр., пам. зап. 11 апр.), подвижник, аскетический писатель. Происходил из Египта. Согласно Д. Читти, имя… … Православная энциклопедия